καρδιομαραίνω

καρδιομαραίνω
καρδιομάρανα, καρδιομαράθηκα, καρδιομαραμένος
1. μαραίνω την καρδιά κάποιου, τον μαραζώνω: Τον καρδιομάρανες τον Παύλο.
2. μαραζώνω εγώ ο ίδιος: Καρδιομαραίνω, όταν πηγαίνει μ' άλλους.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καρδιομαραίνω — 1. μαραίνω την καρδιά κάποιου, προξενώ σε κάποιον μεγάλη στενοχώρια και θλίψη από έρωτα, μαραζώνω κάποιον 2. (αμτβ.) υφίσταμαι μαρασμό, μαραζώνω …   Dictionary of Greek

  • καρδι(ο)- — (AM καρδι[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται ή ανήκει ή έχει σχέση με την καρδιά. Σπανιότατα μπορεί να εκληφθεί και ως επιτατικό (πρβλ. καρδιοδα[γ]κάνω «δαγκώνω δυνατά»).Σύνθετα με α συνθετικό καρδι(ο) : καρδιαλγής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”