- καρδιομαραίνω
- καρδιομάρανα, καρδιομαράθηκα, καρδιομαραμένος1. μαραίνω την καρδιά κάποιου, τον μαραζώνω: Τον καρδιομάρανες τον Παύλο.2. μαραζώνω εγώ ο ίδιος: Καρδιομαραίνω, όταν πηγαίνει μ' άλλους.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.